Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμόφθογγος
καλάνδαι
κᾱλάπους
καλάσῑρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλῑᾱ́
View word page
καλαμῑ́της
καλαμῑ́τηςουmappos.w. ἥρως heroperh.man who uses the splintref. to an Athenian hero assoc.w. medicineD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαμῑ́της
Headword (normalized):
καλαμῑ́της
Headword (normalized/stripped):
καλαμιτης
IDX:
20857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20858
Key:
καλαμῑ́της

Data

{'headword_display': '<b>καλαμῑ́της</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλαμῑ́της</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Indic>appos.w. <Ref>ἥρως</Ref> <ital>hero</ital></Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>man who uses the splint<Expl>ref. to an Athenian hero assoc.w. medicine</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλαμῑ́της'}