Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμόφθογγος
καλάνδαι
κᾱλάπους
καλάσῑρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
View word page
καλαμίσκος
καλαμίσκοςουmdimin.κάλαμος reed-stalkused as a phialAr.

ShortDef

a bit of reed

Debugging

Headword:
καλαμίσκος
Headword (normalized):
καλαμίσκος
Headword (normalized/stripped):
καλαμισκος
IDX:
20856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20857
Key:
καλαμίσκος

Data

{'headword_display': '<b>καλαμίσκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλαμίσκος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>dimin.<Ref>κάλαμος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>reed-stalk<Expl>used as a phial</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλαμίσκος'}