Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμόφθογγος
καλάνδαι
κᾱλάπους
καλάσῑρις
καλαῦροψ
View word page
καλαμίνθη
καλαμίνθηηςfreltd.μίνθη a kind of odoriferous plantcatmintAr.

ShortDef

catmint, mint

Debugging

Headword:
καλαμίνθη
Headword (normalized):
καλαμίνθη
Headword (normalized/stripped):
καλαμινθη
IDX:
20854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20855
Key:
καλαμίνθη

Data

{'headword_display': '<b>καλαμίνθη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλαμίνθη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>μίνθη</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of odoriferous plant</Def><Tr>catmint</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλαμίνθη'}