Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμόφθογγος
καλάνδαι
κᾱλάπους
καλάσῑρις
View word page
καλαμη-φόρος
καλαμη-φόροςονadjκάλαμοςφέρω of a personcarrying a reedX.

ShortDef

carrying reeds

Debugging

Headword:
καλαμηφόρος
Headword (normalized):
καλαμηφόρος
Headword (normalized/stripped):
καλαμηφορος
IDX:
20853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20854
Key:
καλαμηφόρος

Data

{'headword_display': '<b>καλαμη-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλαμη-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κάλαμος</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>carrying a reed</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλαμηφόρος'}