Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόω
κακτείνω
κακτός
κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμόφθογγος
View word page
καλαμευταί
καλαμευταίᾶνdial.m.plκάλαμος limed-reed huntersof cicadasTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαμευταί
Headword (normalized):
καλαμευταί
Headword (normalized/stripped):
καλαμευται
IDX:
20850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20851
Key:
καλαμευταί

Data

{'headword_display': '<b>καλαμευταί</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλαμευταί</HL><Infl>ᾶν</Infl><PS>dial.m.pl</PS><Ety><Ref>κάλαμος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>limed-reed hunters<Expl>of cicadas</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλαμευταί'}