Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοψῡχίᾱ
κακόω
κακτείνω
κακτός
κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
κάλαμος
View word page
καλαμαίᾱ
καλαμαίᾱᾱςfκαλάμη appos.w. μάντιςa kind of grasshopperpraying mantisTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαμαίᾱ
Headword (normalized):
καλαμαίᾱ
Headword (normalized/stripped):
καλαμαια
IDX:
20849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20850
Key:
καλαμαίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καλαμαίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλαμαίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καλάμη</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>appos.w. <Ref>μάντις</Ref></Indic><Def>a kind of grasshopper</Def><Tr>praying mantis</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλαμαίᾱ'}