Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
ἄδικος
ἁδινός
ἀδιοίκητος
ᾱ̔́διον
ἀδιόρθωτος
ἀδιόριστος
ᾱ̔́διστος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
Ἄδμητος
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ᾱ̓δολεσχέω
ᾱ̓δολέσχης
View word page
ᾱ̔́διστος
ᾱ̔́διστος
dial.superl.adj.
see
ἡδύς
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ᾱ̔́διστος
Headword (normalized):
ᾱ̔́διστος
Headword (normalized/stripped):
αδιστος
IDX:
2084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2085
Key:
ᾱ̔́διστος
Data
{'headword_display': '<b>ᾱ̔́διστος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ᾱ̔́διστος<LblR>dial.superl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἡδύς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̔́διστος'}