Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόψογος
κακοψῡχίᾱ
κακόω
κακτείνω
κακτός
κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
View word page
κάλαθος
κάλαθοςουm basketw. a narrow base and wide rimAr. Arist.used in ritualCall. καλαθίσκοςουmdimin. small basketAr. Theoc.

ShortDef

a vase-shaped basket

Debugging

Headword:
κάλαθος
Headword (normalized):
κάλαθος
Headword (normalized/stripped):
καλαθος
IDX:
20848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20849
Key:
κάλαθος

Data

{'headword_display': '<b>κάλαθος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάλαθος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>basket<Expl>w. a narrow base and wide rim</Expl></Tr><Au>Ar. Arist.</Au><nS2><Indic>used in ritual</Indic><Au>Call.</Au></nS2></nS1> <RelW><HG><HL>καλαθίσκος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>dimin.</Ety></HG> <nS1><Tr>small basket</Tr><Au>Ar. Theoc.</Au></nS1></RelW></NE>', 'key': 'κάλαθος'}