Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόχαρτος
κακοχρᾱ́σμων
κακόψογος
κακοψῡχίᾱ
κακόω
κακτείνω
κακτός
κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
View word page
κακώτερος
κακώτεροςep.compar.adj.seeκακός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακώτερος
Headword (normalized):
κακώτερος
Headword (normalized/stripped):
κακωτερος
IDX:
20846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20847
Key:
κακώτερος

Data

{'headword_display': '<b>κακώτερος</b>', 'content': '<XE><RefFm>κακώτερος<LblR>ep.compar.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κακός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κακώτερος'}