Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρᾱ́σμων
κακόψογος
κακοψῡχίᾱ
κακόω
κακτείνω
κακτός
κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
View word page
κακχέει
κακχέειdial.3sg.seeκαταχέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακχέει
Headword (normalized):
κακχέει
Headword (normalized/stripped):
κακχεει
IDX:
20844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20845
Key:
κακχέει

Data

{'headword_display': '<b>κακχέει</b>', 'content': '<XE><RefFm>κακχέει<LblR>dial.3sg.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταχέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κακχέει'}