Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοφραδίη
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρᾱ́σμων
κακόψογος
κακοψῡχίᾱ
κακόω
κακτείνω
κακτός
κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
View word page
κακτός
κακτόςοῦfa kind of spiky plantthistle, thornTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακτός
Headword (normalized):
κακτός
Headword (normalized/stripped):
κακτος
IDX:
20842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20843
Key:
κακτός

Data

{'headword_display': '<b>κακτός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακτός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>a kind of spiky plant</Def><Tr>thistle, thorn</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακτός'}