Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακουχίᾱ
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδίη
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρᾱ́σμων
κακόψογος
κακοψῡχίᾱ
κακόω
κακτείνω
κακτός
κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
καλαμαίᾱ
View word page
κακοψῡχίᾱ
κακοψῡχίᾱᾱςfψῡχή weakness of spiritfaint-heartedness, cowardicePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοψῡχίᾱ
Headword (normalized):
κακοψῡχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κακοψυχια
IDX:
20839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20840
Key:
κακοψῡχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κακοψῡχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοψῡχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ψῡχή</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>weakness of spirit</Def><Tr>faint-heartedness, cowardice</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακοψῡχίᾱ'}