Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοῦργος
κακουχίᾱ
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδίη
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρᾱ́σμων
κακόψογος
κακοψῡχίᾱ
κακόω
κακτείνω
κακτός
κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
κᾶλα
κάλαθος
View word page
κακό-ψογος
κακό-ψογοςονadjψόγος of a citygiven to malicious fault-findingThgn.

ShortDef

malignantly blaming

Debugging

Headword:
κακόψογος
Headword (normalized):
κακόψογος
Headword (normalized/stripped):
κακοψογος
IDX:
20838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20839
Key:
κακόψογος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-ψογος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-ψογος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ψόγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a city</Indic><Tr>given to malicious fault-finding</Tr><Au>Thgn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόψογος'}