Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακουργίᾱ
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχίᾱ
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδίη
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρᾱ́σμων
κακόψογος
κακοψῡχίᾱ
κακόω
κακτείνω
κακτός
κακῡ́νομαι
κακχέει
κάκωσις
κακώτερος
View word page
κακό-χαρτος
κακό-χαρτοςονadjχαρτός of Strife, Envyrejoicing over misfortuneHes.

ShortDef

rejoicing in men's ills

Debugging

Headword:
κακόχαρτος
Headword (normalized):
κακόχαρτος
Headword (normalized/stripped):
κακοχαρτος
IDX:
20836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20837
Key:
κακόχαρτος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-χαρτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-χαρτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χαρτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Strife, Envy</Indic><Tr>rejoicing over misfortune</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόχαρτος'}