Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
ἄδικος
ἁδινός
ἀδιοίκητος
ᾱ̔́διον
ἀδιόρθωτος
ἀδιόριστος
ᾱ̔́διστος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
Ἄδμητος
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
View word page
ἀ-διόρθωτος
ἀ-διόρθωτοςονadjδιορθόω of affairsnot set rightD.

ShortDef

not corrected, not set right

Debugging

Headword:
ἀδιόρθωτος
Headword (normalized):
ἀδιόρθωτος
Headword (normalized/stripped):
αδιορθωτος
IDX:
2082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2083
Key:
ἀδιόρθωτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διόρθωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διόρθωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διορθόω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of affairs</Indic><Tr>not set right</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιόρθωτος'}