Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργίᾱ
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχίᾱ
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδίη
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
κακόχαρτος
κακοχρᾱ́σμων
View word page
κακουργικός
κακουργικόςή όνadjof unjust actsof the criminal kindArist.

ShortDef

malicious

Debugging

Headword:
κακουργικός
Headword (normalized):
κακουργικός
Headword (normalized/stripped):
κακουργικος
IDX:
20827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20828
Key:
κακουργικός

Data

{'headword_display': '<b>κακουργικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακουργικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of unjust acts</Indic><Tr>of the criminal kind</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακουργικός'}