Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργίᾱ
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχίᾱ
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδίη
κακοφρονέω
κακόφρων
κακοφυής
View word page
κακούργημα
κακούργημαατοςn wrong, harmfulunscrupulous actAtt.orats. Pl. Arist. Plu.

ShortDef

an ill deed, fraud

Debugging

Headword:
κακούργημα
Headword (normalized):
κακούργημα
Headword (normalized/stripped):
κακουργημα
IDX:
20825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20826
Key:
κακούργημα

Data

{'headword_display': '<b>κακούργημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακούργημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>wrong, harmful<or/>unscrupulous act</Tr><Au>Att.orats. Pl. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακούργημα'}