Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργίᾱ
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχίᾱ
κακόφατις
κακοφραδής
κακοφραδίη
κακοφρονέω
View word page
κακο-τυχής
κακο-τυχήςέςadjτύχη of persons, their destinyunfortunate, ill-fatedE.neut.sb.ill fortuneE.

ShortDef

unfortunate

Debugging

Headword:
κακοτυχής
Headword (normalized):
κακοτυχής
Headword (normalized/stripped):
κακοτυχης
IDX:
20823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20824
Key:
κακοτυχής

Data

{'headword_display': '<b>κακο-τυχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακο-τυχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τύχη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, their destiny</Indic><Tr>unfortunate, ill-fated</Tr><Au>E.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>ill fortune</Def><Au>E.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κακοτυχής'}