Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργίᾱ
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχίᾱ
κακόφατις
View word page
κακοτροπίᾱ
κακοτροπίᾱᾱςf evil behaviourwickedness, depravityTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοτροπίᾱ
Headword (normalized):
κακοτροπίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κακοτροπια
IDX:
20820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20821
Key:
κακοτροπίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κακοτροπίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοτροπίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>evil behaviour</Def><Tr>wickedness, depravity</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακοτροπίᾱ'}