Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργίᾱ
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχίᾱ
View word page
κακοτροπεύομαι
κακοτροπεύομαιmid.vbκακότροπος behave dishonestlyunscrupulouslyPlb.

ShortDef

deal perversely

Debugging

Headword:
κακοτροπεύομαι
Headword (normalized):
κακοτροπεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κακοτροπευομαι
IDX:
20819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20820
Key:
κακοτροπεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>κακοτροπεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κακοτροπεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>κακότροπος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>behave dishonestly<or/>unscrupulously</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κακοτροπεύομαι'}