Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργίᾱ
κακουργικός
View word page
κακό-τεχνος
κακό-τεχνοςονadjτέχνη of a trickplanned with evil intentmaliciousIl.

ShortDef

using bad arts

Debugging

Headword:
κακότεχνος
Headword (normalized):
κακότεχνος
Headword (normalized/stripped):
κακοτεχνος
IDX:
20817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20818
Key:
κακότεχνος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-τεχνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-τεχνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέχνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a trick</Indic><Def>planned with evil intent</Def><Tr>malicious</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακότεχνος'}