Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
κακούργημα
κακουργίᾱ
View word page
κακοτεχνίᾱ
κακοτεχνίᾱᾱς
Ion.κακοτεχνίηης
f
dishonestdiscreditable behaviourHeraclit.in legal ctxt.unscrupulouscriminal behaviourPl. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοτεχνίᾱ
Headword (normalized):
κακοτεχνίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κακοτεχνια
IDX:
20816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20817
Key:
κακοτεχνίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κακοτεχνίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοτεχνίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>κακοτεχνίη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>dishonest<or/>discreditable behaviour</Tr><Au>Heraclit.</Au><nS2><Indic>in legal ctxt.</Indic><Tr>unscrupulous<or/>criminal behaviour</Tr><Au>Pl. D.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κακοτεχνίᾱ'}