Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακουργέω
View word page
κακό-σχολος
κακό-σχολοςονadjσχολή of winds that prevent sailingbringing unwelcome idlenessA.

ShortDef

using one's leisure ill, indolent, lazy

Debugging

Headword:
κακόσχολος
Headword (normalized):
κακόσχολος
Headword (normalized/stripped):
κακοσχολος
IDX:
20814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20815
Key:
κακόσχολος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-σχολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-σχολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σχολή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of winds that prevent sailing</Indic><Tr>bringing unwelcome idleness</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόσχολος'}