Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
κακοτυχής
View word page
κακοσχημονέστατα
κακοσχημονέσταταneut.pl.superl.advσχῆμα in a most undignifiedimproper mannerPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοσχημονέστατα
Headword (normalized):
κακοσχημονέστατα
Headword (normalized/stripped):
κακοσχημονεστατα
IDX:
20813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20814
Key:
κακοσχημονέστατα

Data

{'headword_display': '<b>κακοσχημονέστατα</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>κακοσχημονέστατα</HL><PS>neut.pl.superl.adv</PS><Ety><Ref>σχῆμα</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in a most undignified<or/>improper manner</Tr><Au>Pl.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'κακοσχημονέστατα'}