Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
κακοτυχέω
View word page
κακό-στρωτος
κακό-στρωτοςονadjστρωτός of ships' walkwaysbadly spreadwith poor beddingA.

ShortDef

ill-spread

Debugging

Headword:
κακόστρωτος
Headword (normalized):
κακόστρωτος
Headword (normalized/stripped):
κακοστρωτος
IDX:
20812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20813
Key:
κακόστρωτος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-στρωτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>κακό-στρωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στρωτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships' walkways</Indic><Def>badly spread</Def><Tr>with poor bedding</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'κακόστρωτος'}