Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
κακότροπος
View word page
κακό-στομος
κακό-στομοςονadjστόμα of talkfoul-mouthed, offensiveE.

ShortDef

evil-speaking

Debugging

Headword:
κακόστομος
Headword (normalized):
κακόστομος
Headword (normalized/stripped):
κακοστομος
IDX:
20811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20812
Key:
κακόστομος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-στομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-στομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of talk</Indic><Tr>foul-mouthed, offensive</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόστομος'}