Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπίᾱ
View word page
κακοστομέω
κακοστομέωcontr.vbκακόστομος speak ill of, abusesomeoneS.

ShortDef

to speak evil of, abuse

Debugging

Headword:
κακοστομέω
Headword (normalized):
κακοστομέω
Headword (normalized/stripped):
κακοστομεω
IDX:
20810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20811
Key:
κακοστομέω

Data

{'headword_display': '<b>κακοστομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κακοστομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κακόστομος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>speak ill of, abuse</Tr><Obj>someone<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κακοστομέω'}