Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
View word page
κακό-σπλαγχνος
κακό-σπλαγχνοςονadjσπλάγχνον faint-hearted, cowardlyA.

ShortDef

faint-hearted

Debugging

Headword:
κακόσπλαγχνος
Headword (normalized):
κακόσπλαγχνος
Headword (normalized/stripped):
κακοσπλαγχνος
IDX:
20809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20810
Key:
κακόσπλαγχνος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-σπλαγχνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-σπλαγχνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπλάγχνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>faint-hearted, cowardly</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόσπλαγχνος'}