Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
ἄδικος
ἁδινός
ἀδιοίκητος
ᾱ̔́διον
ἀδιόρθωτος
ἀδιόριστος
ᾱ̔́διστος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
Ἄδμητος
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
View word page
ἀ-διοίκητος
ἀ-διοίκητοςονadjprivatv.prfx.,διοικέω of affairsnot organisedD.

ShortDef

unarranged

Debugging

Headword:
ἀδιοίκητος
Headword (normalized):
ἀδιοίκητος
Headword (normalized/stripped):
αδιοικητος
IDX:
2080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2081
Key:
ἀδιοίκητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διοίκητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διοίκητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>διοικέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of affairs</Indic><Tr>not organised</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιοίκητος'}