Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσχημονέστατα
κακόσχολος
κακοτεχνέω
κακοτεχνίᾱ
κακότεχνος
View word page
κακο-σκελής
κακο-σκελήςέςadjσκέλος of horseswith weak legsX.

ShortDef

with bad legs

Debugging

Headword:
κακοσκελής
Headword (normalized):
κακοσκελής
Headword (normalized/stripped):
κακοσκελης
IDX:
20807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20808
Key:
κακοσκελής

Data

{'headword_display': '<b>κακο-σκελής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακο-σκελής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκέλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Tr>with weak legs</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακοσκελής'}