Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
κακόστομος
κακόστρωτος
View word page
κακορρημοσύνη
κακορρημοσύνηηςfκακορρήμων abusive languagePlb.

ShortDef

evil-speaking

Debugging

Headword:
κακορρημοσύνη
Headword (normalized):
κακορρημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
κακορρημοσυνη
IDX:
20802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20803
Key:
κακορρημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>κακορρημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακορρημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κακορρήμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>abusive language</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακορρημοσύνη'}