Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
κακοστομέω
View word page
κακορραφίη
κακορραφίηηςIon.fῥάπτω evil scheming, villainyHom.

ShortDef

evil device, maliciousness

Debugging

Headword:
κακορραφίη
Headword (normalized):
κακορραφίη
Headword (normalized/stripped):
κακορραφιη
IDX:
20800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20801
Key:
κακορραφίη

Data

{'headword_display': '<b>κακορραφίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακορραφίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>ῥάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>evil scheming, villainy</Tr><Au>Hom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακορραφίη'}