Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
κακόσπλαγχνος
View word page
κακο-πρᾱ́γμων
κακο-πρᾱ́γμωνονgen.ονοςadjπρᾱ́σσω evil-doingwicked, unscrupulousIsoc. X. Arist. Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοπρᾱ́γμων
Headword (normalized):
κακοπρᾱ́γμων
Headword (normalized/stripped):
κακοπραγμων
IDX:
20799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20800
Key:
κακοπρᾱ́γμων

Data

{'headword_display': '<b>κακο-πρᾱ́γμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακο-πρᾱ́γμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρᾱ́σσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>evil-doing</Def><Tr>wicked, unscrupulous</Tr><Au>Isoc. X. Arist. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακοπρᾱ́γμων'}