Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
κακόσῑτος
κακοσκελής
κάκοσμος
View word page
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱγμοσύνηηςf wrongdoing, unscrupulousnessD. Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοπρᾱγμοσύνη
Headword (normalized):
κακοπρᾱγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
κακοπραγμοσυνη
IDX:
20798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20799
Key:
κακοπρᾱγμοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>κακοπρᾱγμοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοπρᾱγμοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>wrongdoing, unscrupulousness</Tr><Au>D. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακοπρᾱγμοσύνη'}