Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοπατρίδᾱς
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακός
View word page
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγέωcontr.vbreltd.πρᾱ́σσω fare badlysuffer misfortuneadversityTh. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοπρᾱγέω
Headword (normalized):
κακοπρᾱγέω
Headword (normalized/stripped):
κακοπραγεω
IDX:
20795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20796
Key:
κακοπρᾱγέω

Data

{'headword_display': '<b>κακοπρᾱγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κακοπρᾱγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>πρᾱ́σσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>fare badly</Def><Tr>suffer misfortune<or/>adversity</Tr><Au>Th. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κακοπρᾱγέω'}