Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοπαθητικός
κακοπαθῶς
κακοπατρίδᾱς
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
View word page
κακό-ποτμος
κακό-ποτμοςονadjπότμος of persons, their fortunesill-fatedA. B. E.

ShortDef

ill-fated, ill-starred

Debugging

Headword:
κακόποτμος
Headword (normalized):
κακόποτμος
Headword (normalized/stripped):
κακοποτμος
IDX:
20793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20794
Key:
κακόποτμος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-ποτμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-ποτμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πότμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, their fortunes</Indic><Tr>ill-fated</Tr><Au>A. B. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόποτμος'}