Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοπαθέω
κακοπαθητικός
κακοπαθῶς
κακοπατρίδᾱς
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
View word page
κακο-πονητικός
κακο-πονητικόςή όνadjπονέωof a person's physical conditionunfit for hard workArist.

ShortDef

unfit for toil

Debugging

Headword:
κακοπονητικός
Headword (normalized):
κακοπονητικός
Headword (normalized/stripped):
κακοπονητικος
IDX:
20792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20793
Key:
κακοπονητικός

Data

{'headword_display': '<b>κακο-πονητικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>κακο-πονητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πονέω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person's physical condition</Indic><Tr>unfit for hard work</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>", 'key': 'κακοπονητικός'}