Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθητικός
κακοπαθῶς
κακοπατρίδᾱς
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
κακορραφίη
View word page
κακο-ποιός
κακο-ποιόςόνadjποιέω doing wrong or harmof personswicked, harmfulArist. Plb.of a disgracePi.

ShortDef

ill-doing, mischievous

Debugging

Headword:
κακοποιός
Headword (normalized):
κακοποιός
Headword (normalized/stripped):
κακοποιος
IDX:
20790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20791
Key:
κακοποιός

Data

{'headword_display': '<b>κακο-ποιός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακο-ποιός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>doing wrong or harm</Def><aS2><Indic>of persons</Indic><Tr>wicked, harmful</Tr><Au>Arist. Plb.</Au></aS2><aS2><Indic>of a disgrace</Indic><Au>Pi.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κακοποιός'}