Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοξενίᾱ
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθητικός
κακοπαθῶς
κακοπατρίδᾱς
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
κακοπρᾱγμονέω
κακοπρᾱγμοσύνη
κακοπρᾱ́γμων
View word page
κακοποιίᾱ
κακοποιίᾱᾱςf harmful actionIsoc.pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοποιίᾱ
Headword (normalized):
κακοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κακοποιια
IDX:
20789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20790
Key:
κακοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κακοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>harmful action</Tr><Au>Isoc.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'κακοποιίᾱ'}