Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόνους
κακόνυμφος
κακόξεινος
κακοξενίᾱ
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθητικός
κακοπαθῶς
κακοπατρίδᾱς
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπρᾱγέω
κακοπρᾱγίᾱ
View word page
κακό-πατρις
κακό-πατριςιδοςfem.adjacc.
κακόπατριν
of a womanof low birthThgn.

ShortDef

having a mean father, low-born

Debugging

Headword:
κακόπατρις
Headword (normalized):
κακόπατρις
Headword (normalized/stripped):
κακοπατρις
IDX:
20786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20787
Key:
κακόπατρις

Data

{'headword_display': '<b>κακό-πατρις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-πατρις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>fem.adj</PS><FG><Case><Lbl>acc.</Lbl><Form>κακόπατριν</Form></Case></FG></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>of low birth</Tr><Au>Thgn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόπατρις'}