Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόνοια
κακονομίᾱ
κακόνομος
κακόνους
κακόνυμφος
κακόξεινος
κακοξενίᾱ
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθητικός
κακοπαθῶς
κακοπατρίδᾱς
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
κακοπονητικός
κακόποτμος
View word page
κακοπαθητικός
κακοπαθητικόςή όνadj of a personof the kind able to suffer hardshiphardy, enduringArist.

ShortDef

miserable

Debugging

Headword:
κακοπαθητικός
Headword (normalized):
κακοπαθητικός
Headword (normalized/stripped):
κακοπαθητικος
IDX:
20783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20784
Key:
κακοπαθητικός

Data

{'headword_display': '<b>κακοπαθητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακοπαθητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>of the kind able to suffer hardship</Def><Tr>hardy, enduring</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακοπαθητικός'}