Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόν
κακονοέω
κακόνοια
κακονομίᾱ
κακόνομος
κακόνους
κακόνυμφος
κακόξεινος
κακοξενίᾱ
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθητικός
κακοπαθῶς
κακοπατρίδᾱς
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
κακοπολῑτείᾱ
View word page
κακοπάθεια
κακοπάθειαalsoκακοπαθίᾱᾱςfκακοπαθέω suffering, hardshipAntipho Th. Isoc. Arist. Plb. Plu.

ShortDef

ill plight, distress

Debugging

Headword:
κακοπάθεια
Headword (normalized):
κακοπάθεια
Headword (normalized/stripped):
κακοπαθεια
IDX:
20781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20782
Key:
κακοπάθεια

Data

{'headword_display': '<b>κακοπάθεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοπάθεια<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>κακοπαθίᾱ</FmHL></VL></HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κακοπαθέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>suffering, hardship</Tr><Au>Antipho Th. Isoc. Arist. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακοπάθεια'}