Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακομήχανος
κακόν
κακονοέω
κακόνοια
κακονομίᾱ
κακόνομος
κακόνους
κακόνυμφος
κακόξεινος
κακοξενίᾱ
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθητικός
κακοπαθῶς
κακοπατρίδᾱς
κακόπατρις
κακοπινής
κακοποιέω
κακοποιίᾱ
κακοποιός
View word page
κακο-ξύνετος
κακο-ξύνετοςονadjσυνετός clever in a bad waycompar.cleverer for the worseTh.

ShortDef

wise for evil

Debugging

Headword:
κακοξύνετος
Headword (normalized):
κακοξύνετος
Headword (normalized/stripped):
κακοξυνετος
IDX:
20780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20781
Key:
κακοξύνετος

Data

{'headword_display': '<b>κακο-ξύνετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακο-ξύνετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συνετός</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>clever in a bad way</Def><SGrm><GLbl>compar.</GLbl><Def>cleverer for the worse</Def><Au>Th.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κακοξύνετος'}