Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
ἄδικος
ἁδινός
ἀδιοίκητος
ᾱ̔́διον
ἀδιόρθωτος
ἀδιόριστος
ᾱ̔́διστος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
View word page
ἀδικοδοξίᾱ
ἀδικοδοξίᾱᾱςfδόξα creation of a false impressionmisrepresentationPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδικοδοξίᾱ
Headword (normalized):
ἀδικοδοξίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αδικοδοξια
IDX:
2077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2078
Key:
ἀδικοδοξίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀδικοδοξίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀδικοδοξίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δόξα</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>creation of a false impression</Def><Tr>misrepresentation</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀδικοδοξίᾱ'}