Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόμαντις
κακομέλετος
κακομηδής
κακόμητις
κακομηχανέω
κακομήχανος
κακόν
κακονοέω
κακόνοια
κακονομίᾱ
κακόνομος
κακόνους
κακόνυμφος
κακόξεινος
κακοξενίᾱ
κακοξύνετος
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθητικός
κακοπαθῶς
κακοπατρίδᾱς
View word page
κακό-νομος
κακό-νομοςονadjνόμοςsuperl.
κακονομώτατος
of a peoplepoorly governedbadly organisedHdt.

ShortDef

with bad laws, ill-governed

Debugging

Headword:
κακόνομος
Headword (normalized):
κακόνομος
Headword (normalized/stripped):
κακονομος
IDX:
20775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20776
Key:
κακόνομος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-νομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-νομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νόμος</Ref></Ety><FG><Deg><Lbl>superl.</Lbl><Form>κακονομώτατος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Def>poorly governed</Def><Tr>badly organised</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόνομος'}