Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόκνημος
κακοκρισίᾱ
κακολογέω
κακολογίᾱ
κακολόγος
κακόμαντις
κακομέλετος
κακομηδής
κακόμητις
κακομηχανέω
κακομήχανος
κακόν
κακονοέω
κακόνοια
κακονομίᾱ
κακόνομος
κακόνους
κακόνυμφος
κακόξεινος
κακοξενίᾱ
κακοξύνετος
View word page
κακο-μήχανος
κακο-μήχανος
dial.κακομᾱ́χανος
ονadjμηχανή
of persons, Eros, strifeplanning eviltrouble-makingHom. B. Mosch.

ShortDef

mischief plotting, mischievous, baneful

Debugging

Headword:
κακομήχανος
Headword (normalized):
κακομήχανος
Headword (normalized/stripped):
κακομηχανος
IDX:
20770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20771
Key:
κακομήχανος

Data

{'headword_display': '<b>κακο-μήχανος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακο-μήχανος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>κακομᾱ́χανος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μηχανή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, Eros, strife</Indic><Def>planning evil</Def><Tr>trouble-making</Tr><Au>Hom. B. Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακομήχανος'}