Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόθρους
κακοθῡμίᾱ
Κακοῑ́λιος
κακοκερδείη
κακόκνημος
κακοκρισίᾱ
κακολογέω
κακολογίᾱ
κακολόγος
κακόμαντις
κακομέλετος
κακομηδής
κακόμητις
κακομηχανέω
κακομήχανος
κακόν
κακονοέω
κακόνοια
κακονομίᾱ
κακόνομος
κακόνους
View word page
κακο-μέλετος
κακο-μέλετοςονadjμελέτη of a cryconcerned with disasterwoefulA.

ShortDef

busied with evil

Debugging

Headword:
κακομέλετος
Headword (normalized):
κακομέλετος
Headword (normalized/stripped):
κακομελετος
IDX:
20766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20767
Key:
κακομέλετος

Data

{'headword_display': '<b>κακο-μέλετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακο-μέλετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μελέτη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cry</Indic><Def>concerned with disaster</Def><Tr>woeful</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακομέλετος'}