Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθιστέον
κακοθημοσύνη
κακόθρους
κακοθῡμίᾱ
Κακοῑ́λιος
κακοκερδείη
κακόκνημος
κακοκρισίᾱ
κακολογέω
κακολογίᾱ
κακολόγος
κακόμαντις
κακομέλετος
κακομηδής
κακόμητις
κακομηχανέω
κακομήχανος
View word page
κακό-κνημος
κακό-κνημος
dial.κακόκνᾱμος
ονadjκνήμη
of Pans, a personwith ugly shinsCall. Theoc.

ShortDef

weak-legged, thin-legged

Debugging

Headword:
κακόκνημος
Headword (normalized):
κακόκνημος
Headword (normalized/stripped):
κακοκνημος
IDX:
20760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20761
Key:
κακόκνημος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-κνημος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-κνημος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>κακόκνᾱμος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κνήμη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Pans, a person</Indic><Tr>with ugly shins</Tr><Au>Call. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόκνημος'}