Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοζηλωσίᾱ
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθιστέον
κακοθημοσύνη
κακόθρους
κακοθῡμίᾱ
Κακοῑ́λιος
κακοκερδείη
κακόκνημος
κακοκρισίᾱ
κακολογέω
κακολογίᾱ
κακολόγος
κακόμαντις
κακομέλετος
κακομηδής
κακόμητις
κακομηχανέω
View word page
κακοκερδείη
κακοκερδείηηςIon.fκέρδος dishonest gainThgn.pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοκερδείη
Headword (normalized):
κακοκερδείη
Headword (normalized/stripped):
κακοκερδειη
IDX:
20759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20760
Key:
κακοκερδείη

Data

{'headword_display': '<b>κακοκερδείη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοκερδείη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>κέρδος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>dishonest gain</Tr><Au>Thgn.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'κακοκερδείη'}