Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφοσιόω
ἀδίδακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
ἄδικος
ἁδινός
ἀδιοίκητος
ᾱ̔́διον
ἀδιόρθωτος
ἀδιόριστος
ᾱ̔́διστος
ἄδιψος
View word page
ἀδικίᾱ
ἀδικίᾱᾱς
Ion.ἀδικίηης
f
injustice, wrongdoingHdt. E. Th.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδικίᾱ
Headword (normalized):
ἀδικίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αδικια
IDX:
2075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2076
Key:
ἀδικίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀδικίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀδικίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ἀδικίη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>injustice, wrongdoing</Tr><Au>Hdt. E. Th.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀδικίᾱ'}